μίλτινος

μίλτινος
μίλτ-ῐνος, η, ον,
A of

μίλτος, γραμμή Plu.2.1081b

, cf. Cleom.2.1; τὸ μ., = μίλτος 1, Plu.2.287d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μίλτινος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλτινος — ή, ο (Α μίλτινος, ίνη, ον) [μίλτος] κατασκευασμένος από μίλτο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μίλτινον η μίλτος …   Dictionary of Greek

  • μίλτινον — μίλτινος of masc acc sg μίλτινος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτίνην — μίλτινος of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλτειος — μίλτειος, εία, ον (Α) 1. μίλτινος 2. φρ. «μίλτειον στάγμα» η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. ειος (πρβλ. θαλάσσ ειος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”